- μανιάκη
- μανιάκη, ἡ (Μ)μανιάκης*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μανιάκης*, με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανιάκη — necklace fem nom/voc sg (attic epic ionic) μανιάκης necklace masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιάκῃ — μανιάκη necklace fem dat sg (attic epic ionic) μανιάκης necklace masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιάκαις — μανιάκη necklace fem dat pl μανιάκης necklace masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιάκην — μανιάκη necklace fem acc sg (attic epic ionic) μανιάκης necklace masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιάκης — μανιάκη necklace fem gen sg (attic epic ionic) μανιάκης necklace masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεκαυμένος — Επώνυμο βυζαντινών στρατηγών. 1. Κατακαλών (τέλη 10ου – αρχές 11ου αι.). Πήρε μέρος στους πολέμους εναντίον των Βουλγάρων που διεξήγαγε ο αυτοκράτορας Βασίλειος B’ ο Βουλγαροκτόνος (976 1025) και στη νικηφόρα εκστρατεία του στρατηγού Γ. Μανιάκη… … Dictionary of Greek
μανιάκας — μανιάκᾱς , μανιάκη necklace fem acc pl μανιάκᾱς , μανιάκη necklace fem gen sg (doric aeolic) μανιάκᾱς , μανιάκης necklace masc acc pl μανιάκᾱς , μανιάκης necklace masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνομοιομανία — η η μανιακή τάση ορισμένων ψυχοπαθών να δαγκώνονται μόνοι τους … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
μαινάδα — η (AM μαινάς, Μ και μαινάδα) στον πληθ. οι μαινάδες ονομασία κατώτερων θεαινών που κατά τη μυθολογία ήταν συνοδοί τού Διονύσου νεοελλ. 1. γυναίκα κακιά και άσχημη, στρίγγλα 2. ζωολ. είδος καβουριού μσν. αρχ. 1. ως επίθ. μανιακή, τρελή 2. πόρνη… … Dictionary of Greek